- ομαλίζω
- (ΑΜ ὁμαλίζω) [ομαλός]1. καθιστώ κάτι ομαλό, επίπεδο, ισοπεδώνω, εξομαλύνω («κινεῑν καὶ ὁμαλίζειν τὴν γῆν», Θεόφρ.)2. εξομοιώνω, εξισώνω («μᾱλλον δεῑ τὰς ἐπιθυμίας ὁμαλίζειν ἤ τὰς οὐσίας», Αριστοτ.)μσν.δίνω λύση σε προβληματική κατάστασηαρχ.1. (για νομοθέτη) αμβλύνω τις αντιθέσεις, επιφέρω ισότητα2. ανάγω σε ίση ποσότητα («τὰ σιτία καὶ τὸ ποτὸν ὁμαλίζειν», Διοκλ.)3. (για την πέψη) λειτουργώ ομαλά, κανονικά4. (για άνεμο) είμαι ομαλός, πνέω χωρίς διακυμάνσεις5. παθ. ὁμαλίζομαιυφίσταμαι ολοκληρωτική καταστροφή, αφανίζομαι («πόλεις ὡμαλισμέναι ὑπὸ τῶν συμφορῶν», Ισοκρ.)6. φρ. «ὁμαλίζω ἐς τὸ φιλοσοφώτερον» — καθιστώ κάτι κανονικό, φυσιολογικό.
Dictionary of Greek. 2013.